ἀνασκευάζει

ἀνασκευάζει
ἀνασκευάζω
pack up the baggage
pres ind mp 2nd sg
ἀνασκευάζω
pack up the baggage
pres ind act 3rd sg
ἀνασκευάζω
pack up the baggage
pres ind mp 2nd sg
ἀνασκευάζω
pack up the baggage
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανασκευαστής — ο αυτός που ανασκευάζει επιχειρήματα ή απόψεις …   Dictionary of Greek

  • ανασκευαστικός — ή, ό (Α ἀνασκευαστικός, ή, όν) ο ικανός ή κατάλληλος να ανασκευάζει …   Dictionary of Greek

  • ευαπάλλακτος — εὐαπάλλακτος, ον (Α) 1. αυτός από τον οποίο απαλλάσσεται ή ελευθερώνεται κάποιος εύκολα («τὸ πάθος γίνεται εὐαπαλλακτότερον», Αριστοτ.) 2. αυτός που διασκορπίζεται, που εξαφανίζεται εύκολα 3. ανεμπόδιστος, ελεύθερος 4. (για επιχείρημα) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • καταβλητικός — ή, ό (Α καταβλητικός, ή, όν) [καταβάλλω] νεοελλ. αυτός που καταβάλλει, που καταπονεί αρχ. 1. ο ικανός ή ο κατάλληλος στο να καταρρίπτει κάποιον 2. αυτός που τού αρέσει να ανασκευάζει, να αντικρούει τους άλλους 3. μτφ. υβριστικός, δύστροπος …   Dictionary of Greek

  • λυτικός — ή, ό (Α λυτικός, ή, όν) [λύτης] το αρσ. ως ουσ. ο λυτικός γραμματικός τής αλεξανδρινής εποχής ο οποίος ασχολούνταν με τη λύση δύσκολων ζητημάτων νεοελλ. 1. ικανός να εξηγεί προβλήματα 2. φρ. «λυτικές ουσίες» ουσίες η χορήγηση τών οποίων καταργεί… …   Dictionary of Greek

  • προκατάληψη — Ο όρος σημαίνει κρίση που δεν επαληθεύτηκε ή κρίση εκ των προτέρων με βάση σχήματα που έγιναν αποδεκτά, χωρίς κριτική σκέψη, από την κοινή παράδοση. Βασιζόμενη εξάλλου στην απλή γνώμη, η π. αποτελεί άκαμπτη στάση, επηρεαζόμενη από ένα… …   Dictionary of Greek

  • πρόληψη — Mε αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται κάθε πράξη ή πίστη με μαγικό ή θρησκευτικό χαρακτήρα, που βρίσκεται έξω ή σε αντίθεση με την επίσημη θρησκεία μιας κοινωνικής ομάδας. Η έννοια της π. είναι σχετική –εφόσον έχει ως όρο αναφοράς την κάθε φορά επίσημη …   Dictionary of Greek

  • Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… …   Dictionary of Greek

  • Λουκρήτιος — (Titus Lucretius Carus, Καμπανία 99; – 55 π.Χ.). Λατίνος ποιητής, συγγραφέας του εξάτομου ποιήματος Περί της φύσης των πραγμάτων (De rerum naturae). Σύμφωνα με μία πληροφορία που παραδίδει ο άγιος Ιερώνυμος, ο Λ. παραφρόνησε εξαιτίας ενός… …   Dictionary of Greek

  • Μινούκιος Φήλιξ, Μάρκος — (Marcus Minucius Felix, 2ος αι. μ.Χ.). Λατίνος συγγραφέας αφρικανικής καταγωγής. Στον διάλογό του Octavius, ένας νεοφώτιστος στον χριστιανισμό, ο Οκτάβιος, ανασκευάζει τις αντιρρήσεις του ειδωλολάτρη Καικιλίου, αποδεικνύοντας ότι υπάρχει μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”